- θυρσοκόμος
- θυρσοκόμος, ὁ (Α)1. (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμοςτίτλος δράματος τού Λυσίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος].
Dictionary of Greek. 2013.